- ἀραιοῖ
- ἀραιόωmake porouspres ind mp 2nd sgἀραιόωmake porouspres opt act 3rd sgἀραιόωmake porouspres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αραίοι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 3 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς … Dictionary of Greek
ἀραιοί — ἀραιός thin masc nom/voc pl ἀραιόω make porous pres subj mp 2nd sg ἀραιόω make porous pres ind mp 2nd sg ἀραιόω make porous pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραῖοι — ἀραῖος prayed to masc nom/voc pl ἀραῖος prayed to masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Kythira (Gemeinde) — Gemeinde Kythira Δήμος Κυθήρων … Deutsch Wikipedia
Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λειανοτούφεκο — το αραιοί πυροβολισμοί από τουφέκι … Dictionary of Greek
πέρσις — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
σεκόια — Κωνοφόρο της οικογένειας των Κυ παρισσιδών ή, κατ’ άλλους, των Ταξοδιιδών (γυμνόσπερμα). Κατάγεται από τη βόρεια Αμερική και είναι από τα μεγαλύτερα και περισσότερο μακρόβια είδη του φυτικού κόσμου: φτάνει καμιά φορά ύψος 135 μ. και περίμετρο στη … Dictionary of Greek